ΈΛΛΗΝΕΣ και ΡΩΜΙΟΙ

ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΡΩΜΙΟΙ 



Τό εθνικόν όνομα τών Ελλήνων επέρασε από μεγάλες περιπέτειες καί μεταπτώσεις διά μέσου τών αιώνων. Αχαιοί, Δαναοί, Αργείοι, Ελληνες, Γραικοί, Ρωμαίοι καί κατά παραφθοράν Ρωμιοί, ήσαν μερικά από τά ονόματα τού λαού μας στήν μακραίωνα ιστορική διαδρομή του.
Μόνον μέ τήν δημιουργία τού Νεοελληνικού Κράτους τό 1830 επεκράτησαν οριστικώς τά ονόματα Ελλάς καί Ελλην, όχι όμως χωρίς αντίδράσεις καί αγώνες.
Πρέπει δέ νά λεχθή κάτι όχι καί τόσο γνωστό στούς πολλούς,ότι δηλαδή μέχρι τότε τό όνομα τής χώρας καί τού λαού της ούτε δεδομένο ήταν, ούτε αυτονόητο, όπως άλλωστε θά φανή εν συνεχεία.
Οι ελληνόφωνοι καί χριστιανοί υπήκοοι τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν δέν ήσαν Ρούμ-Ρωμιοί, συναποτελούσαν απλώς κάποιο αόριστο καί εθνικώς απρόσωπο "Γένος", χωρίς άλλα προσδιοριστικά.
 

Πολλές ζυμώσεις, συζητήσεις, θέσεις καί αντεγκλήσεις προηγήθησαν, πρίν καθιερωθούν τά ένδοξα ονόματα Ελλάς καί Ελλην. Τό γεγονός αυτό ήταν κοσμοϊστορικής σημασίας, αφού τό ελληνικόν όνομα ανεβίωσε καί επισήμως στήν χώρα όπου εγεννήθη ύστερα από 2000 περίπου έτη ιστορικού ύπνου.
Ο Κωνστ. Παπαρρηγόπουλος, στήν "Ιστορία τού Ελληνικού Εθνους" απέδειξεν ότι τό Εθνος αυτό επέζησε τής ρωμαϊκής κατακτήσεως. Δέν απέθανε, είπε, τό 146 π.Χ. γιά νά αναστηθή τό 1821, όπως περίπου ήθελαν νά παραστήσουν οι ξένοι καί εδέχοντο πολλοί κλασσικισταί δικοί μας.
Μετά τήν ρωμαϊκή κατάκτηση καί οπωσδήποτε μετά τό ιστορικό διάταγμα (Constitutio Antoniniana) τού Καρακάλλα τό 212 μ.Χ. όλοι οι κάτοικοι τού κράτους έλαβαν τό όνομα τού Ρωμαίου πολίτου και τά αντίστοιχα δικαιώματα, τά απορρέοντα από αυτό.
Υπό τό όνομα αυτό εκαλούντο καί οι υπήκοοι τής λεγομένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, πού δέν ήταν βέβαια Βυζαντινή, αλλά τύποις και ουσία χριστιανικόν Ρωμαϊκόν Κράτος - Imperium Romanum, αργότερα δε καί ελληνιστί Ρωμανία. Οι ελληνόφωνοι καί μή λαοί τής Αυτοκρατορίας διετήρησαν τό όνομα "Ρωμαίοι", αφού άλλωστε τό όνομα τών Ελλήνων ευρίσκετο υπό διωγμόνκαί καταφρόνησιν, ως συνώνυμον τού ειδωλολάτρου, τού Εθνικού. Ειδικώς οι κάτοικοι τής κυρίως Ελλάδος διεκρίνοντο καί μέ το τοπικό όνομα "Ελλαδικοί" ή "Κατωτικοί", όχι πάντως Ελληνες.
Η ιδία κατάσταση συνεχίσθη καί κατά τήν διάρκειαν τής Τουρκοκρατίας, μόνον πού τό όνομα υπέστη μίαν βαθμιαία μετάπτωσι προς τό "Ρωμιός", κυρίως μεταξύ τών ευρέων στρωμάτων τού λαού.
 

Κατά τούς Τούρκους δυνάστες όλοι οι χριστιανοί ραγιάδες τών ευρωπαϊκών περιοχών ήσαν "Ρούμ" καί η χώρα των Ρούμελη (Rumili =Χώρα τών Ρωμιών), κατ' αντιδιαστολήν πρός τήν Ανατολίαν (Anadolu), πού περιελάμβανε τάς ασιατικάς επαρχίας.
Η Ρούμελη, καί κατά τούς λογίους Ρωμυλία, περιελάμβανε όλη την χερσαία Βαλκανική, πλήντής Βλαχοβογδανίας, τής Βοσνίας καί εκτός φυσικά τής Κρήτης, τής Κύπρου καί τών νήσων τούΑιγαίου.
Μετά τήν Απελευθέρωσιν, Ρούμελη ως γνωστόν ωνομάσθη από τόν λαό η Στερεά Ελλάς, τό πρώτο χερσαίο τμήμα, πού απεσπάσθη από τά εδάφη τής Ευρωπαϊκής Τουρκίας, τής ευρυτέρας Ρούμελης δηλαδή.


Η ονομασία Ρωμιός χάνει επί τουρκοκρατίας την αίγλη του “αυτοκρατορικού” Ρωμαίος και με τις σκληρές συνθήκες της υπό ζυγόν διαβίωσης αποκτά την χροιά του καταφερτζή, του καπάτσου, του ξύπνιου.
Η έρις περί τό όνομα άρχισε κυρίως μετά τήν Επανάστασιν του 1770, μέ τήν προϊούσαν αφύπνισιν τού Εθνους καί τήν προσδοκίαν τής Παλιγγενεσίας.
 

Τρία ήσαν τά υποψήφια εθνικά ονόματα: Ρωμιοί, Γραικοί καί Ελληνες. Τό τελευταίο εβαρύνετο από ό,τι ωνόμαζε ο Δημήτρ. Καταρτζής "πρόκριμα", δηλαδή τό προαιώνιον στίγμα τής ειδωλολατρείας...
Ο ευρωπαϊστής Κοραής απέρριπτε τό Ρωμιός καί μεταξύ τών δύο άλλων προέκρινε τό Γραικός,"...επειδη ούτω μάς ονομάζουσι τά φωτισμένα έθνη τής Ευρώπης ...", όπως έλεγε. Ελληνας απεκάλει μόνον τους αρχαίους προγόνους.
Εξ άλλου ο φωτιστής τού Εθνους Κοσμάς ο Αιτωλός, αμέσως μετά τά ορλωφικά καί τούς μαζικούς τότε εξισλαμισμούς, διατρέχων απ' άκρου εις άκρον τήν χώραν, έκήρυττε παντού μέ ένθεον ζήλον: "Νά σπουδάζετε τά παιδιά σας νά μαθαίνουν ελληνικά, ..... διότι καί η Εκκλησία μας είναι εις τήν ελληνικήν, καί τό γένος μας είναι ελληνικόν". Γενναίοι καί αφυπνιστικοί λόγοι μέσα εις ένα κλίμα σκοταδισμού, αλλά καί τής τρομοκρατίας τών Τούρκων μετά την αποτυχίατής Επαναστάσεως τού 1770.
Οσο καί άν αυτά τά λόγια φαίνονται σήμερα φυσικά καί αυτονόητα, τό φλογερό κήρυγμα τού Κοσμά στά σκληρά εκείνα χρόνια ήχησε σαν κάτι τό πρωτόγνωρο καί επαναστατικό καί είχε τεραστίαν απήχησιν εις τήν ψυχήν τού λαού καί τήν εθνικήν αυτοσυνειδησίαν.
Πραγματική δρόσος εν ερημία...
Τήν ίδια περίπου εποχή, τό 1768, ο Ευγένιος Βούλγαρις εκθέτει γιατί αυτός προτιμά τό Γραικός, ".. αποφεύγοντες τό μέν Ελληνες διά τήν έμφασιν τής ειδωλοθρησκείας, τό δέ Ρωμαίοι πρός αντιδιαστολήν τών Ρωμάνων".
Οι Φαναριώται, οι πατριαρχικοί κύκλοι, οι προεστοί καί αρκετοί εκ τών κυρίων φορέων τού Διαφωτισμού τού 18ου αιώνος ησθάνοντο Ρωμιοί. Οι Ελληνες τής Κωνσταντινουπόλεως ακόμη καί σήμερα ονομάζονται επισήμως καί υποχρεωτικώς "Ρωμιοί".
 

Ο Δημήτριος Καταρτζής, στό "Σχέδιο τής Αγωγής τών Παιδιών Ρωμηών καί Βλάχων", εμφανίζεται υπέρμαχος τής "ρωμαϊκιάς γλώσσας", όπως έλεγε τήν κατ' αυτόν Δημοτικήν. Ο ίδιος διαπιστώνει με δυσφορία τό 1783 τήν επικράτησιν τού ονόματος "Ελληνες" καί απορεί "πώς μερικοί σπουδαίοι (σημ. λόγιοι) τολμούν νά λέν τόν εαυτό τους Ελληνες καί νά μήν τό' χουν πρόκριμα καθό χριστιανοί, και ατιμία καθό Ρωμηοί;".
Ο Αθανάσιος ο Πάριος (1723-1813), ο κορυφαίος τών "κολλυβάδων" τής εποχής καί προσφάτως (1994) αγιοποιηθείς, προχωρεί ακόμη περισσότερο. Στόχος του είναι "οι ελληνόφρονες", οι δήθεν "ζήλω διαπύρω κινούμενοι υπέρ τής ελευθερίας τού Γένους". Κηρύσσει την "υποταγή στήν θεόσταλτη εξουσία τού Σουλτάνου" καί καταλήγει με τόν ανατριχιαστικόν αφορισμό: "Οι ελληνόφρονες είναι άξιοι μαχαίρας ...!".
Απίστευτα πράγματα, πού μάς αφήνουν κυριολεκτικώς άφωνους ...
Ηταν εν πολλοίς ανεξήγητο τό μένος αυτών καί μερικών άλλων κατά τών Ελλήνων καί τού ελληνικού ονόματος, όταν μάλιστα τό Εθνος ολόκληρο εστέναζε υπό ξένον βάρβαρον δυνάστην.
 

Εν πάση περιπτώσει οι παράταιρες αυτές σκέψεις καί άλλες ανάλογες, δείχνουν πολύ παραστατικά τό ιδεολογικό κλίμα καί τήν προβληματική τής προεπαναστατικής περιόδου.
Ο Ρήγας Βελεστινλής χρησιμοποιεί εναλλάξ τούς όρους Ρούμελη και Ελλάς γιά τόν ευρύτερο ελληνικό καί βαλκανικό χώρο, όπως επίσης καί τά ονόματα Ελλην καί Ρωμιός. Στόν Θούριό του πάντως απευθύνεται σέ Ρωμιούς: "Βουλγάροι κι' Αρβανίτες, Αρμένιοι καί Ρωμηοί..".
Ο Κων. Κούμας προτιμά τό Γραικός, ακολουθών εν προκειμένω τον Κοραήν. Ακόμη καί ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στήν επικεφαλίδα της Προκηρύξεως τού Ιασίου (24 Φεβ 1821), πρός "Ανδρας Γραικούς ..." απευθύνεται. Παρακάτω όμως αναφέρεται περί Ελλήνων, ενώ ο ίδιος έφερε τόν τίτλον "Γενικός Επίτροπος τού Ελληνικού Εθνους".
Είναι φανερόν λοιπόν ότι η πολυφωνία καί η διάστασις απόψεων ήταν πλήρης. Στά κρίσιμα εκείνα χρόνια τού Διαφωτισμού, τό αναγεννώμενον Εθνος ήταν ακόμη εις αναζήτησιν τής ταυτότητός του.
 

Από τήν τελευταίαν 20ετίαν τού 18ου αιώνος καί υπό τήν επίδρασιν τού Ευρωπαϊκού Ρωμαντισμού, τά ονόματα Ελλην, Ελλάς αποκτούν σαφές προβάδισμα. Συγχρόνως σημειώνεται μία εντυπωσιακή στροφή πρός τήν ένδοξον ελληνικήν αρχαιότητα, πού εκφράζεται με τίς μαζικές απονομές αρχαίων ονομάτων στά βαπτιζόμενα βρέφη, κάτι γιά τό οποίον τό Πατριαρχείον αντιδρά δι' έγκυκλίου μέ αυστηρότητα, "... διά τήν καταφρόνησιν τής χριστιανικής ονοματοθεσίας".
Ενας σοβαρός λόγος επικρατήσεως τού ελληνικού ονόματος, ήταν ότι στήν συνείδηση τών υποδούλων τό όνομα Ρωμιός-Ρούμ παρέπεμπε στην τουρκική δεσποτεία καί γι' αυτό ηθέλησαν μαζί μέ τόν ζυγό να αποτινάξουν καί τό όνομα, πού τόν υπενθύμιζε.
Σημαντικόν ρόλον στήν οριστικοποίησιν τού ελληνικού ονόματος έπαιξε πάντως τό περίφημο πατριωτικό κείμενο "Ελληνική Νομαρχία" (1806), πού θά μπορούσε νά χαρακτηρισθή ως η Βίβλος τού Νέου Ελληνισμού. Στό έργο αυτό γίνεται γιά πρώτη φορά μία σημαντική διάκρισις μεταξύ τών Βυζαντινών-Ρωμαίων αφ' ενός καί τών Ελλήνων αφ' ετέρου. Ο Ανώνυμος συγγραφεύς της κάνει παντού λόγο περί Ελλήνων καί μάλιστα σέ εποχή πού τό όνομα δέν είχε ακόμη απαλλαγή τελείως από τό "πρόκριμα", τό στίγμα δηλ. τής ειδωλολατρείας: "Ηγγικε η ώρα, ώ Ελληνες, τής ελευθερώσεως τής πατρίδος !".
 

Μετά τήν Απελευθέρωσι τά ονόματα Ελλάς, Ελλην κατοχυρούνται συνταγματικώς, ενώ μόνον στό περιθώριον τού εθνικού βίου διετηρήθησαν πλέον τά ονόματα Ρωμιός, Ρωμιοσύνη, Ρωμέϊκο καί μάλιστα μέ διάθεσιν χλευαστική, ευτελιστική. Τό "Γραικός" σχεδόν εκλείπει καί μόνον ποιητική αδεία εμφανίζεται σποραδικώς σέ κείμενα και λόγους.
Ο Ρωμιός καί η Ρωμιοσύνη όμως, αν καί εν περιθωρίω, δέν εξέλιπον τελείως, απεναντίας είχαν κατά καιρούς τούς νοσταλγούς τους. Τό δημοτικιστικό κίνημα από τής εποχής ακόμη τού Ιω. Βηλαρά συνεδέθη όχι απλώς μέ τήν δημοτική, τήν "ρωμέϊκη γλώσσα", αλλά καί μέ τό ίδιο τό όνομα τών Ρωμιών. Δέν είναι καθόλου τυχαίο ότι τό αδιάλλακτο περιοδικό όργανο των δημοτικιστών, πού εξεδόθη τό 1903 από τόν Δ.Π. Ταγκόπουλο, δεν εύρε άλλον τίτλο νά χρησιμοποιήση από τό όνομα τού βασιλέως Νουμά τής Ρώμης, μυθικού προστάτου τών λατινικών γραμμάτων.
Θά μπορούσε βάσιμα νά υποθέση κανείς ότι ο "Νουμάς" αποσκοπούσε νά υπηρετήση τά ρωμαϊκά μάλλον καί όχι τά ελληνικά ιδεώδη.
 

Ο Γιάννης Ψυχάρης πάλι εθαύμαζε ανεπιφύλακτα τό ρωμαϊκό πνεύμα τής ενότητος καί περιφρονούσε τήν ελληνική τάσι γιά διάσπασι. Εγραφε π.χ. "... όταν ο Μπότσαρης καί οι όμοιοί του ξεσηκώνονταν, υπάκουσαν χωρίς μήτε νά τό ξέρουν σέ μία ρωμαϊκή πολιτική ώθηση". Αντίθετα έβλεπε ότι "η Ακρόπολη μ' όλη τήν αρχαία της δόξα είναι έτοιμη (άκουσον !) νά πέση νά μάς πλακώση..", όπως γράφει στις πρώτες σελίδες τού "Ταξιδιού" (1888). Ο Ψυχάρης μέχρι τέλους της ζωής του ησθάνετο Ρωμιός καί "η καρδιά του ρωμαίϊκη".
Τίς ίδιες απόψεις εξέφραζαν καί άλλα επιφανή στελέχη του Δημοτικισμού, όπως ο Αργύρης Εφταλιώτης, ο Αλέξανδρος Πάλλης και άλλοι, πολλοί από τούς οποίους ήσαν ομογενείς τής δυτικής διασποράς. Τίς θέσεις τών "ρωμαιοφρόνων" υπεστήριξαν μέ ζήλο καί ο Κωστής Παλαμάς, ο Πέτρος Βλαστός, ο Μένος Φιλήντας, ο Δημήτρης Γληνός καί άλλοι. Μάλιστα οι δύο τελευταίοι ετάχθησαν εις ανύποπτον χρόνον υπέρ τής εισαγωγής τού λατινικού αλφαβήτου εις την γλώσσα μας. Ο Μ. Φιλήντας έγραφε ήδη από τό 1929: "Prepi na grafoume me to latiniko alfavito ...".
Ομως οι δημοτικισταί, χάριν τής αληθείας, δέν ήσαν όλοι αλλά ούτε καί οι μόνοι φορείς τής Ρωμιοσύνης, πού ούτως ή άλλως ως ιδεολογικό ρεύμα δέν απέκτησε ποτέ ευρύτερη λαϊκή βάση καί αποδοχή.
 

Μετά τόν Πόλεμο διαπρύσιος κήρυξ τής Ρωμιοσύνης, μέ έντονο ορθόδοξο προσανατολισμό, υπήρξε ο λογοτέχνης καί αγιογράφος Φώτης Κόντογλους, πού επηρέασε πολλούς από τούς επιγενομένους. Μεσολαβεί μία περίοδος υφέσεως, χωρίς πάντως τό ζήτημα νά φαίνεται εξαντλούμενον. Τά τελευταία χρόνια άρχισε πάλι νά επανέρχεται καί μάλιστα από ετεροκλήτους φορείς. Η ένταξις τής χώρας στήν ΕΟΚ καί τώρα στήν ΕΕ, προσέφερε ένα νέο πεδίον αναζητήσεων εις τους απανταχού "ρωμαιόφρονας". Πρίν λίγα χρόνια ο ομογενής Ιω. Ρωμανίδης (προφανώς επίκτητο όνομα), επανέφερε τό θέμα κάτω από ένα άλλο ευρύτερο πρίσμα, μέ τό βιβλίο του "Ρωμαιοσύνη" (Θεσσαλονίκη, 1975), πού σήμερα αποτελεί σημείον αναφοράς γιά πολλούς ομοϊδεάτας του. Κατ' αυτόν, υπό τόν όρον "Ρωμαιοσύνη" νοείται ολόκληρος ο Ελληνορωμαϊκός Κόσμος, ιστορικό καί πολιτιστικό πλαίσιον εις τό οποίον οφείλει νά ενταχθή τό Εθνος. Μέ βαρύ όμως τίμημα: τήν θυσία τού εθνικού ονόματος ...
Ακόμη η βυζαντινολόγος της Σορβόννης Ελένη Γλύκατζη-Ahrweiler, θά επιθυμούσε εμείς οι Νεοέλληνες νά χρησιμοποιούμε πιό συχνά τον εθνικό χαρακτηρισμό "Ρωμιοί" (Ρωμαίοι) αντί τού "Ελληνες".
 

Τέτοιες παράδοξες άν όχι εκτρωματικές απόψεις, είναι βέβαιον ότι θά πυκνώσουν στό προσεχές μέλλον, κυρίως υπό τήν επήρειαν ή καί τήν πίεσιν πού ασκεί η Ευρωπαική Ενωσις (ΕΕ). Ο κίνδυνος αφελληνισμού είναι μεγάλος καί ο κρυφός πόθος τών Κοινοτικών είναι η επιβολή τού λατινικού αλφαβήτου, καθώς θεωρούν τό ελληνικό αλφάβητο εμπόδιο στήν ευρωπαϊκή ολοκλήρωσιν. Η ανάγκη λοιπόν εθνικής εγρηγόρσεως είναι επιβεβλημένη.
Ο φόβος όμως μιάς αφομοιώσεως από τήν ευρωπαϊκή καί καθολική Δύσι, ώθησε μερικούς άλλους στό άλλο άκρο.
Από τίς αρχές τής δεκαετίας '90 κάποιοι νοσταλγοί τής Ρωμιοσύνης καί τής Ορθοδοξίας κάνουν τήν παρουσία τους μέ οράματα τριτοκοσμικά καί μάλιστα αναμειγνύουν στίς αρχές τους τήν ιδέα της ελληνο-τουρκικής συνεννοήσεως μέ στόχο τήν συνομοσπονδία καί την παράλληλη απόρριψι τής Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Ενας εκ τών κυρίων εκφραστών τής νέας αυτής τάσεως, πού έχει όλα χαρακτηριστικά ενός ορθοδόξου φουνδαμενταλισμού, ανατρέχει στην "πονεμένη Ρωμιοσύνη, όπως μάς τήν έδωσε μέ τό έργο του ο Φώτης Κόντογλους" καί εν συνεχεία διατυπώνει τήν παράδοξη όσο και "μαζοχιστική" άποψη ότι η Ορθοδοξία είναι φορεύς μιάς κοσμοθεωρίας "πόνου, πάθους καί θανάτου". Θεωρεί ότι επί Τουρκοκρατίας η Ρωμιοσύνη εγνώρισε τήν καλλίτερη περίοδο, επειδή παρείχετο η δυνατότης στούς Ορθόδοξους Ρωμιούς, νά θανατώνωνται μαρτυρικά γιά τήν πίστι τους! Πιστεύει ακόμη ότι η Επανάστασις τού 1821 ήταν δημιούργημα φθόνου, πού έτρεφε προς αυτήν τήν προνομιούχο κατάσταση τής Ρωμιοσύνης η Δύσις καί ο Πάπας!
Εδώ βέβαια αναβιβάζεται εις υψίστην ιδεολογικήν αρχήν η εθελοδουλεία καί τό περιβόητο "σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω ...".
Ο ίδιος διάκειται μέ άκραν εμπάθειαν πρός τήν κλασσικήν Ελλάδα τής αρχαιότητος, ενώ ο Αδαμ. Κοραής, πού αφύπνισε τήν ελληνική εθνική συνείδησι τό 1821, θεωρείται ο ....καταστροφεύς τής Ρωμιοσύνης.
Οπισθεν ολοταχώς λοιπόν πρός τήν Τουρκοκρατία, χάριν τού "πόνου, τού πάθους καί τού θανάτου" διά τήν Ορθοδοξίαν ...!
 

Υπάρχει όμως καί συνέχεια. 
Τήν έννοια τού Εθνους θεωρεί "φαντασίωση καί διαστροφή, ...επειδή απομακρύνει τούς Ελληνες από τήν αίσθηση τού θανάτου γιά τόν Θεό τους!". Η ιδέα τής οικονομικής αναπτύξεως είναι φενάκη καί προβάλλεται η "εσκεμμένη οικονομική υπανάπτυξη τής χώρας".
Καί άλλα τέτοια διάστροφα καί εξαμβλωματικά.
Αλλά καί κάποιοι ευάριθμοι εκκλησιαστικοί λειτουργοί, προφανώς δέσμιοι ενός εώλου βυζαντινισμού, επιμένουν τώρα τελευταία στήν "ρωμεϊκότητα" τού Νέου Ελληνισμού καί θά ήθελαν τουλάχιστον εμείς οι Ελληνες νά μή ξεχνούμε ότι δέν παύομε νά είμαστε και Ρωμιοί. Τά φαινόμενα αυτά έχουν πληθυνθή προσφάτως καί οι ιδέες αυτές, πού ενθυμίζουν ολίγον Δημ. Καταρτζήν καί Αθανάσιον Πάριον, έχουν βρεί φιλόξενο βήμα στούς διαφόρους τηλεοπτικούς σταθμούς, διά τό αλλόκοτον τού πράγματος. Μερικοί από τούς ιερωμένους φορείς τής ιδέας είναι συγχρόνως και πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι, ενώ συναφείς απόψεις εξέφρασε κατά καιρούς καί ο Γραμματεύς τής Ιεράς Συνόδου Ιω. Χατζηφώτης και μάλιστα μέ τό άρθρο του "Γιά τήν Ορθοδοξία καί τήν Ρωμιοσύνη".
Είναι όμως αυτονόητον ότι αυτοί οι ολίγοι πάντως εκπρόσωποι δέν απηχούν τίς θέσεις τής επισήμου Εκκλησίας τής Ελλάδος, όταν μάλιστα ο Ελληνοχριστιανικός Ανθρωπισμός υποτίθεται ότι αποτελεί σήμερα τήν κρατούσαν εθνικήν ιδεολογίαν.
 

Τό ζήτημα αυτό τών Ρωμιών καί τής Ρωμιοσύνης πρέπει κάποτε να αντιμετωπισθή οριστικώς καί τελεσιδίκως, διότι πέραν τής συγχύσεως πού δημιουργεί, ρίπτει σκιές στήν φυλετική μας ταυτότητα και στήν εθνική μας επάρκεια. Καί πρέπει νά λεχθή ότι ο Ρωμιός σε καμμία περίπτωσι δέν είναι συνώνυμος μέ τόν Ελληνα ιδίως σήμερα, ύστερα από σχεδόν 170 έτη ελευθέρου ελληνικού βίου.

Καί με τήν ευκαιρία αυτήν, πρέπει νά γίνη οριστικός διαχωρισμός μεταξύ Ρωμιοσύνης καί Ελληνισμού, διότι οι έννοιες δέν ταυτίζονται. Ρωμιοσύνη είναι τό Γένος εν δουλεία καί ο Ρωμιός είναι ραγιάς, ενώ η Ελλάς πού απετίναξε μέ αγώνες τήν στυγνή δουλεία, γράφει ήδη τήν ιστορία της, ως ελεύθερο καί επίλεκτο μέλος της κοινωνίας τών εθνών.
Εξ άλλου ο Ρωμιός ως έννοια σήμερα, έχει καταντήσει νά θεωρήται κακέκτυπον τού Ελληνος, συνώνυμο τής παθητικότητος, τής κακομοιριάς καί τής μιζέριας. Ελλην τής παρακμής.


Ο ελληνολάτρης Περικλής Γιαννόπουλος, αντικρούων τούς "ρωμαιόφρονας", έλεγεν ότι καί μόνη η χρήσις τού υβριστικού επιθέτου "Ρωμιός", αρκεί γιά νά δείξη τό μέγεθος τής καταπτώσεως τών Ελλήνων.
Επιτακτική ανάγκη λοιπόν γιά τό Εθνος, νά ξαναγίνη ο "Ρωμιός", Ελλην!
Ο Περ. Γιαννόπουλος ουδέποτε έπαυσε νά είναι επίκαιρος καί ο αφορισμός του αυτός, πρίν ένα περίπου αιώνα, αποτελεί καί σημερινό αίτημα τού Εθνους.


του Ιωάννου-Άδωνη Μελικέρτη 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κων. Παπαρρηγοπούλου. Ιστορία τού Ελληνικού Εθνους
Δημ. Φωτιάδη. Η Επανάσταση τού Εικοσιένα
Ιστορια τού Ελληνικού Εθνους. "Εκδοτική Αθηνών"
Παν. Χρήστου. Οι περιπέτειες τών ονομάτων τών Ελλήνων
Επαμ. Παντελεμίδη. Περικλής Γιαννόπουλος ("ΤΕΤΡΑΚΤΥΣ", Νο 5)
Βασ. Ραφαηλίδη. Οι λαοί τών Βαλκανίων
Περιοδικόν "ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ", Νο 60/Φεβ 1997.
Θέματα Ιστορίας από τίς Πηγές (Γ' Λυκείου)


.

AddThis

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙ Σ


.

RANDOM POST